- ἀνενδότου
- ἀνένδοτοςunyieldingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… … Dictionary of Greek